προφούρνια

προφούρνια
τά, Μ. αυτά που ψήνονται και βγαίνουν πρώτα από το φούρνο («προφούρνια να χόρταινα», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + φοῦρνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοπαθώ — καλοπαθῶ (Μ) 1. ενεργ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι («νὰ ἀπέρχονται εἰς τὰ ὀσπίτια τους, διὰ νὰ καλοπαθήσουν», Χρον. Moρ.) 2. μέσ. καλοπερνώ, περνώ με άνεση («προφούρνια νὰ χόρταινα καὶ νὰ καλοπαθούμην», Προδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”